Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2009


Με τη Λιούμπα ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Ήταν η πιο όμορφη παπαγαλίνα της Καραϊβικής. Χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά, την πλησίασα. Δίχως πολλές περιστροφές, την κοίταξα στα μάτια και της είπα:
"Σ' αγαπώ!"
"Σ' αγαπώ", μου απάντησε. Αυτό αποτέλεσε την αρχή ενός μεγάλου πάθους. Ολόκληρη η ζούγκλα αποτέλεσε την ερωτική μας φωλιά, κάτω από τα φτερά μας νιώθαμε να φλεγόμαστε από τη νεανική μας ορμή, δε μας χωρούσε ο ουρανός ολόκληρος. Τραγουδούσαμε, χορεύαμε, αγαπιόμασταν στο ρυθμό της ρούμπας, του μάμπο και του κόνγκα. Κάποια μέρα πήρα την απόφαση και τη ρώτησα:
"Θέλεις να με παντρευτείς;"
"Θέλεις να με παντρευτείς;" απάντησε.
"Και βέβαια, αγάπη μου".
"Και βέβαια, αγάπη μου", απάντησε εκείνη.
Έτσι έφτιαξα την πιο όμορφη φωλιά στο αρχιπέλαγος κι εκεί περάσαμε το μήνα του μέλιτος. Κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά μου, της είπα:
"Θα 'θελα πολύ να κάνουμε παιδιά".
Μου απάντησε πως το ήθελε κι εκείνη. Αποκτήσαμε δύο χρυσά παιδάκια, που πειθαρχούσαν, που δεν αντιμιλούσαν, που ήταν πάντα έτοιμα να ανταποδώσουν τη στοργή μας.
Τί περισσότερο θα μπορούσε να περιμένει κανείς από τη ζωή του;
Το αναπάντεχο. Άρχισα να βλέπω εκείνη την άλλη παπαγαλίνα. Μια μέρα, το εξομολογήθηκα στη Λιούμπα.
"Έχω ερωμένη", της είπα.
"Έχω ερωμένη", απάντησε.
"Η δικιά μου λέγεται Λάρα", συνέχισα.
"Η δικιά μου λέγεται Λάρα", μου αποκάλυψε.
Τί να 'λεγα; Έμεινα αποσβολωμένος. Η σύζυγός μου είχε σχέση με την ερωμένη μου. Σε μια πρώτη ματιά θα μπορούσε να θεωρήθει καλή είδηση, αλλά σύντομα έγινε σαφές ότι το τρίγωνο εκείνο δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Πήγα λοιπόν στη Λάρα και της είπα:
"Διάλεξε, ή εμένα ή εκείνη".
"Εκείνη", απάντησε.
Πήγα μετά στη Λιούμπα και έδωσα και σ' εκείνη το τελεσίγραφο.
"Ή εμένα ή εκείνη!"
"Εκείνη".
"Πού να σε πάρει η οργή", της είπα.
"Πού να σε πάρει η οργή", απάντησε.
Είχα πια βερεθεί όλη αυτή την κοροϊδία με τα ρεφρέν.
Ήταν δυνατόν η ζωή να είναι τόσο επιφανειακή; Πώς ήταν δυνατόν να συνεχίσει κανείς μ' αυτό το ρυθμό; Μέσα στην απελπισία μου αποφάσισα να ζητήσω τη συμβουλή ενός φωτισμένου νου, ενός παπαγάλου που δικαίως είχε αποκτήσει τη φήμη σωστού δασκάλου και πνευματικού καθοδηγητή.
"Δάσκαλε", ξέσπασα, "τί θα μπορούσαμε να κάνουμε για να καταλήγουμε σε απαντήσεις που θεωρούνται λιγότερο δεδομένες, για να ξεφύγουμε από αυτή τη ρουτίνα, από αυτή τη μετριότητα; Πες μου, δάσκαλε, τί πρέπει να κάνουμε;
"Να κάνουμε", απάντησε ο σοφός.

(από το βιβλίο "Είσαι Ένα Κτήνος, Βίσκοβιτς" του Alessandro Boffa, μετ. Ρούλα Στράτου, εκδόσεις Αιώρα.)